- φρουρούς
- φρουρόςwatchermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
άδεσμος — ἄδεσμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δ’ εκεῑνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34) πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia 2. ανοιχτός 3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο… … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
αφύλαχτος — η, ο (AM ἀφύλακτος, ον) [φυλάσσω] αυτός που δεν φυλάγεται ή δεν φρουρείται, απροφύλαχτος αρχ. 1. (για φρουρούς) αυτός που είναι εκτός φρουράς 2. το ουδ. ως ουσ. έλλειψη προφύλαξης 3. (για πράγματα) αυτό εναντίον του οποίου δεν λαμβάνονται ή δεν… … Dictionary of Greek
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
κωδωνοφορώ — (Α κωδωνοφορῶ, έω) φέρω ή έχω κουδούνια αρχ. 1. επιθεωρώ τους φρουρούς κρατώντας ένα κουδούνι («κωδωνοφορῶν περίτρεχε, καὶ κάθευδ ὲκεῑ», Αριστοφ.) 2. παθ. κωδωνοφοροῡμαι (για βασιλιά) ακολουθούμαι από ανθρώπους που κρατούν κουδούνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
παρευτακτώ — έω, Α [παρεύτακτος] 1. (για αυλικούς ή για φρουρούς) ασκώ, εκτελώ κανονικά τα καθήκοντά μου 2. υπηρετώ ως παρεύτακτος* … Dictionary of Greek
περιφρουρώ — έω, ΝΜΑ 1. φρουρώ, τοποθετώ φρουρούς σε όλα τα μέρη 2. προφυλάσσω, προστατεύω από οποιονδήποτε κίνδυνο … Dictionary of Greek